- καταβαπτίζει
- καταβαπτίζωdippres ind mp 2nd sgκαταβαπτίζωdippres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβαπτιστής — καταβαπτιστής, ὁ (Α) [καταβαπτίζω] αυτός που καταβαπτίζει, που καταβυθίζει και καταπνίγει … Dictionary of Greek